ψαμμώδη

ψαμμώδη
ψαμμώδης
sandy
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ψαμμώδης
sandy
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ψαμμώδης
sandy
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψαμμώδης — ες / ψαμμώδης, ῶδες, ΝΑ [ψάμμος] αμμώδης αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψαμμώδη το αμμώδες ίζημα τών ούρων …   Dictionary of Greek

  • όχθη — η (Α ὄχθη) 1. το εξέχον τμήμα ξηράς κοντά στην επιφάνεια τών νερών ποταμού ή λίμνης 2. παραλία, ακτή, ακρογιαλιά αρχ. 1. κάθε ύψωμα γης τεχνητό ή φυσικό, πρόχωμα, σώρευμα ανασκαμμένης γης 2. (στον πληθ. και συν. με τη λ. ποταμός) αἱ ὄχθαι α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”